Ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος ανοίγει το σπίτι και την καρδιά του στην Κρυσταλία Πατούλη, μιλά εφ’ όλης της ύλης και συγκινείται απαγγέλλοντας τους μελοποιημένους στίχους του. Πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, απαντά: «Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα…»
Ο συγκεκριμένος ποιητής – στιχουργός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εκτός από τους ίδιους τους στίχους του, έχουν μιλήσει γι’ αυτόν εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών:
«Ο Βίρβος είναι ένα απ’ τα μεγάλα κλαριά στο δένδρο της ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας κι από σας ασφαλώς δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει, έχετε τραγουδήσει, και για τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, είναι δικοί του οι στίχοι. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν, τους πιο μεγάλους, τους πιο κλασικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής» Μίκης Θεοδωράκης
«Ο Βίρβος έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους δημιουργούς της λαϊκής στιχουργίας. Αυτός και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου προσέφεραν ιστορικές επιτυχίες, που τραγουδήθηκαν πολύ και παραμένουν αγέραστες […] Έχει γράψει τραγούδια με τρόπο ζωντανό και με ποικίλα αισθήματα της απλής καθημερινότητας και πλούσιας λαϊκής εμπειρίας, ακολουθώντας την τακτική της κλασικής ρεμπέτικης στιχουργίας. Γνωρίζει καλά και πολλαπλασιάζει μέσ’ απ’ τη δική του προσωπική αίσθηση όλη εκείνη τη θεματολογία, που κυρίως αναφέρεται στον πόνο, στον κατατρεγμό, στην καταφρόνια, χωρίς να λείπουν οι όποιες χαρές και το μεγάλο γεγονός του έρωτα […] Υπάρχει όμως και η πολιτική πλευρά στη διαδρομή του. Συνείδηση προοδευτική και με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, τραγούδησε τα πάθια του λαού μέσα στις αντίξοες συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης» Νίκος Καρούζος
«Αν δεν υπήρχε ο Κώστας Βίρβος στο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’50, σίγουρα θα ‘πρεπε να τον εφεύρουμε. Γιατί ο Βίρβος πήρε το λαϊκό τραγούδι από το μισοσκόταδο των υπογείων και το περιθώριο, και με τα φτερά της μουσικής του Τσιτσάνη και του Καλδάρα το άπλωσε σε πολιτείες και σε χωριά, σε λιμάνια και φάμπρικες, σε γειτονιές και στρατόπεδα, κάνοντάς το τραγούδι ολόκληρου του ελληνικού λαού […] Το τραγούδι του είναι πολιτικό. Αν εξετάσουμε τα τραγούδια των συνομηλίκων του και κυρίως της Παπαγιαννοπούλου, του Βασιλειάδη και του Κολοκοτρώνη, θα δούμε ότι το έργο του Βίρβου διαφέρει πολύ και ουσιαστικά […] Ο Βίρβος πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Βλέπει τι γίνεται γύρω του κι αυτό καταγράφει ερμηνεύοντάς το συγχρόνως. Δεν παρελθοντολογεί. Δεν ονειρεύεται περισσότερο από όσο πρέπει. Δεν είναι ήρεμος. Με το που μπαίνει το τραγούδι, στην καρδιά του εμφυλίου (1948), το πρώτο θέμα που τον βασανίζει είναι αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Γι’ αυτό και το πρώτο τραγούδι του είναι «Ο φαντάρος».
Έτσι ανήσυχος, έτσι άγριος θα μείνει ο Βίρβος σε όλη την πορεία του. Η αιμορραγία της μετανάστευσης δεν θα περάσει δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει. Θα τον συγκλονίσει! Η κατοχή, η αντίσταση, δεν θα μείνουν έξω από τον κόσμο της έμπνευσής του. Κι όταν το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες θα εκδώσει την «Καταχνιά». Το δράμα των πολιτικών προσφύγων, δεν θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Η γραφειοκρατία -βαθειά πληγή αυτής της χώρας- που την ζει έντονα σαν δημόσιος υπάλληλος, θα του βάλει φωτιά για να γράψει και γι’ αυτή. Και στα χρόνια που θα κυριαρχήσει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, όπως το λένε, ο Βίρβος θα βρεθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή, πλάι στους ποιητές της εποχής.
Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε γιατί και πως ο Βίρβος δεν στέκεται στο ανώδυνο ερωτικό τραγούδι αλλά προσπαθεί συνεχώς να σπάει την κρούστα των πραγμάτων και να προχωρά στο βάθος τους, δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε απαντήσεις: ο Βίρβος είναι πολιτικοποιημένο άτομο. Και ξέρει γράμματα. Διαβάζει, σκέφτεται, αναλύει, συμπεραίνει. […] Ο Βίρβος, το έργο του Βίρβου, δεν ανήκει σε εταιρείες και σήματα. Ανήκει στον ελληνικό λαό. Που αυτός το γέννησε. Και θα το γεννάει συνεχώς» Λευτέρης Παπαδόπουλος
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926, φοίτησε στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών μέχρι την έναρξη του πολέμου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Τρικάλων το 1943, οπότε ξεκίνησε να φοιτά στην Πάντειο. Τότε ήταν που πέρασε και στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Τον Μάρτιο του 1944 τον συνέλαβαν:
«Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ήμουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Έχω ένα σημάδι εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Σηκωνόμασταν την νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα». Στη φυλακή άρχισα να γράφω την «Καταχνιά» σαν ποίηση».
Αργότερα σπούδασε και στη Νομική Θεσσαλονίκης, που ήταν η αρχική επιθυμία του (όπως και η σκηνοθεσία), αλλά χωρίς να πάρει το πτυχίο του.
Είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα «εκλεκτούς πρωτομάστορες» του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού που μέχρι ο ίδιος εμφανιστεί δεν συνηθιζόταν να προέρχονται από το χώρο των Γραμμάτων. Ο Βίρβος έκανε την εξαίρεση, μπλέκοντας με λυρισμό και δυναμισμό έκφρασης τη σκληρή δημοτική αλλά και την αργκό με γλωσσικές εισβολές από την καθαρεύουσα, συνθέτοντας τις γνώσεις του στη δημοτική και λαϊκή μουσική, με τη μόρφωση που απέκτησε ακόμα και στην ποίηση: «Ο Καρυωτάκης, είναι ο αγαπημένος μου. Πεσιμιστής…» λέει, και συνεχίζει αστειευόμενος: «…Κι εγώ πεσιμιστής».